Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
morcelable morcelables

  Επίθετο επεξεργασία

morcelable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη morceau