morcèlement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
morcèlement | morcèlements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
morcèlement (fr) αρσενικό
- (ορθογραφία του 1990) κομμάτιασμα
Άλλες γραφές επεξεργασία
- (παραδοσιακή ορθογραφία) morcellement
ενικός | πληθυντικός |
morcèlement | morcèlements |
morcèlement (fr) αρσενικό