momentaneo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | momentaneo | momentanei |
θηλυκό | momentanea | momentanee |
momentaneo (it)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmomentaneo (la)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | momentaneo | momentanei |
θηλυκό | momentanea | momentanee |
momentaneo (it)
momentaneo (la)