modesteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- modesteco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modesteco | modestecoj |
αιτιατική | modestecon | modestecojn |
modesteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modesteco | modestecoj |
αιτιατική | modestecon | modestecojn |
modesteco (eo)