mockingly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | mockingly |
συγκριτικός | more mockingly |
υπερθετικός | most mockingly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαmockingly (en)
- κοροϊδευτικά
- ⮡ The child stuck his tongue out at me mockingly.
- Το παιδί μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά.
- ⮡ The child stuck his tongue out at me mockingly.