Ιταλικά (it) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mistella mistelle

  Ετυμολογία επεξεργασία

mistella < misto (μεικτός) + -ella

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈstɛl.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

mistella (it) θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία