miskontakto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miskontakto | miskontaktoj |
αιτιατική | miskontakton | miskontaktojn |
miskontakto (eo)
- κακή επαφή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miskontakto | miskontaktoj |
αιτιατική | miskontakton | miskontaktojn |
miskontakto (eo)