mirmekofago
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mirmekofago < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mirmekofago | mirmekofagoj |
αιτιατική | mirmekofagon | mirmekofagojn |
mirmekofago (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mirmekofago | mirmekofagoj |
αιτιατική | mirmekofagon | mirmekofagojn |
mirmekofago (eo)