ministrino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ministrino | ministrinoj |
αιτιατική | ministrinon | ministrinojn |
ministrino (eo)
- η υπουργός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ministrino | ministrinoj |
αιτιατική | ministrinon | ministrinojn |
ministrino (eo)