miksomatozo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miksomatozo | miksomatozoj |
αιτιατική | miksomatozon | miksomatozojn |
miksomatozo (eo)
- (ιατρική) η μυξομάτωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miksomatozo | miksomatozoj |
αιτιατική | miksomatozon | miksomatozojn |
miksomatozo (eo)