miksado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miksado | miksadoj |
αιτιατική | miksadon | miksadojn |
miksado (eo)
- η ανάμειξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miksado | miksadoj |
αιτιατική | miksadon | miksadojn |
miksado (eo)