mikrofono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mikrofono | mikrofonoj |
αιτιατική | mikrofonon | mikrofonojn |
mikrofono (eo)
- το μικρόφωνο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mikrofono | mikrofonoj |
αιτιατική | mikrofonon | mikrofonojn |
mikrofono (eo)