migrado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | migrado | migradoj |
αιτιατική | migradon | migradojn |
migrado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | migrado | migradoj |
αιτιατική | migradon | migradojn |
migrado (eo)