migdalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- migdalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | migdalo | migdaloj |
αιτιατική | migdalon | migdalojn |
migdalo (eo)
- το αμύγδαλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | migdalo | migdaloj |
αιτιατική | migdalon | migdalojn |
migdalo (eo)