mieno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mieno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mieno | mienoj |
αιτιατική | mienon | mienojn |
mieno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mieno | mienoj |
αιτιατική | mienon | mienojn |
mieno (eo)