metafiziko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- metafiziko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metafiziko | metafizikoj |
αιτιατική | metafizikon | metafizikojn |
metafiziko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metafiziko | metafizikoj |
αιτιατική | metafizikon | metafizikojn |
metafiziko (eo)