mercerejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mercerejo | mercerejoj |
αιτιατική | mercerejon | mercerejojn |
mercerejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mercerejo | mercerejoj |
αιτιατική | mercerejon | mercerejojn |
mercerejo (eo)