mentono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mentono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mentono | mentonoj |
αιτιατική | mentonon | mentonojn |
mentono (eo)
- το σαγόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mentono | mentonoj |
αιτιατική | mentonon | mentonojn |
mentono (eo)