mentonbarbo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mentonbarbo | mentonbarboj |
αιτιατική | mentonbarbon | mentonbarbojn |
mentonbarbo (eo)
- το υπογένειο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mentonbarbo | mentonbarboj |
αιτιατική | mentonbarbon | mentonbarbojn |
mentonbarbo (eo)