menton
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- menton < δημώδης λατινική mento < λατινική mentum
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
menton | mentons |
menton (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
menton | mentons |
menton (fr) αρσενικό