mencio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mencio | mencioj |
αιτιατική | mencion | menciojn |
mencio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mencio | mencioj |
αιτιατική | mencion | menciojn |
mencio (eo)