memkritiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memkritiko | memkritikoj |
αιτιατική | memkritikon | memkritikojn |
memkritiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memkritiko | memkritikoj |
αιτιατική | memkritikon | memkritikojn |
memkritiko (eo)