meksikianino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- meksikianino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meksikianino | meksikianinoj |
αιτιατική | meksikianinon | meksikianinojn |
meksikianino (eo)
- η Μεξικάνα