medikamento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- medikamento < medikament + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | medikamento | medikamentoj |
αιτιατική | medikamenton | medikamentojn |
medikamento (eo)
- το φάρμακο