medical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | medical |
συγκριτικός | more medical |
υπερθετικός | most medical |
Επίθετο
επεξεργασίαmedical (en) (συνήθως χωρίς παραθετικά και πριν από το ουσιαστικό)
- ιατρικός
- ⮡ The woman decided to proceed with an abortion for medical reasons.
- Η γυναίκα αποφάσισε να προχωρήσει σε έκτρωση για ιατρικούς λόγους.
- ⮡ Expenses for medical care are deductible from total annual income and are not taxed.
- Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.
- ⮡ The woman decided to proceed with an abortion for medical reasons.