Τζαμαϊκανά κρεολικά (jam) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mawga < (άμεσο δάνειο) αγγλική meagre

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɑːɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: maw‐ga

  Επίθετο επεξεργασία

mawga (jam)

  • ισχνός, λεπτός
    ※  When kitchen dressa tumble dung, de mawga dog dem laugh![1]
    Όταν το ντουλάπι της κουζίνας πέσει πάνω, τα λεπτά σκυλιά γελούν.

Αντώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Louise Bennett (1966) (στα τζαμαϊκανά). Jamaica Labrish: Jamaica Dialect Poems. Sangster's Book Stores. σελ. 53. ISBN 9789768005083.  books.google