Τουρκικά (tr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

matruşka < (άμεσο δάνειο) ρωσική матрёшка (matrjóška)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /mɑtɾuʃˈkɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mat‐ruş‐ka

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

matruşka (tr)

ΚλίσηΕπεξεργασία