mastodonto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mastodonto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mastodonto | mastodontoj |
αιτιατική | mastodonton | mastodontojn |
mastodonto (eo)
- το μαστόδοντο