Ετυμολογία

επεξεργασία
massacrant < massacrer, που έχει τάση για σφαγή

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό massacrant massacrants
θηλυκό massacrante massacrantes

massacrant (fr)

  1. (οικείο) (μιλώντας για τη διάθεση κάποιου) κακόκεφος
    il est d'une humeur massacrante - είναι φοβερά κακόκεφος