massacrant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | massacrant | massacrants |
θηλυκό | massacrante | massacrantes |
massacrant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | massacrant | massacrants |
θηλυκό | massacrante | massacrantes |
massacrant (fr)