masonisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- masonisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masonisto | masonistoj |
αιτιατική | masoniston | masonistojn |
masonisto (eo)
- ο μασόνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masonisto | masonistoj |
αιτιατική | masoniston | masonistojn |
masonisto (eo)