martinikano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- martinikano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | martinikano | martinikanoj |
αιτιατική | martinikanon | martinikanojn |
martinikano (eo)
- ο κάτοικος της Μαρτινίκας