marta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marta | martaj |
αιτιατική | martan | martajn |
marta (eo)
- σχετικός με τον Μάρτιο, μαρτιάτικος
- la marta numero de la revuo - το νούμερο του Μαρτίου του περιοδικού