Ετυμολογία

επεξεργασία
marta < Mart- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική marta martaj
αιτιατική martan martajn

marta (eo)

  1. σχετικός με τον Μάρτιο, μαρτιάτικος
    la marta numero de la revuo - το νούμερο του Μαρτίου του περιοδικού