marregiono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marregiono | marregionoj |
αιτιατική | marregionon | marregionojn |
marregiono (eo)
- η παραθαλάσσια περιοχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marregiono | marregionoj |
αιτιατική | marregionon | marregionojn |
marregiono (eo)