markoto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- markoto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | markoto | markotoj |
αιτιατική | markoton | markotojn |
markoto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | markoto | markotoj |
αιτιατική | markoton | markotojn |
markoto (eo)