markizo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- markizo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | markizo | markizoj |
αιτιατική | markizon | markizojn |
markizo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | markizo | markizoj |
αιτιατική | markizon | markizojn |
markizo (eo)