mantuko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mantuko | mantukoj |
αιτιατική | mantukon | mantukojn |
mantuko (eo)
- η πετσέτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mantuko | mantukoj |
αιτιατική | mantukon | mantukojn |
mantuko (eo)