manometro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manometro | manometroj |
αιτιατική | manometron | manometrojn |
manometro (eo)
- το μανόμετρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manometro | manometroj |
αιτιατική | manometron | manometrojn |
manometro (eo)