mandarino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mandarino | mandarinoj |
αιτιατική | mandarinon | mandarinojn |
mandarino (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmandarino (it)