malvenko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malvenko | malvenkoj |
αιτιατική | malvenkon | malvenkojn |
malvenko (eo)
- η ήττα
- la malvenko de la partio - η ήττα του κόμματος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malvenko | malvenkoj |
αιτιατική | malvenkon | malvenkojn |
malvenko (eo)