malvarmumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malvarmumo | malvarmumoj |
αιτιατική | malvarmumon | malvarmumojn |
malvarmumo (eo)
- το κρύωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malvarmumo | malvarmumoj |
αιτιατική | malvarmumon | malvarmumojn |
malvarmumo (eo)