malsamseksemulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- malsamseksemulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsamseksemulo | malsamseksemuloj |
αιτιατική | malsamseksemulon | malsamseksemulojn |
malsamseksemulo (eo)