malriĉulejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malriĉulejo | malriĉulejoj |
αιτιατική | malriĉulejon | malriĉulejojn |
malriĉulejo (eo)
- το φτωχοκομείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malriĉulejo | malriĉulejoj |
αιτιατική | malriĉulejon | malriĉulejojn |
malriĉulejo (eo)