maloportuneco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maloportuneco | maloportunecoj |
αιτιατική | maloportunecon | maloportunecojn |
maloportuneco (eo)
- το μειονέκτημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maloportuneco | maloportunecoj |
αιτιατική | maloportunecon | maloportunecojn |
maloportuneco (eo)