Ετυμολογία

επεξεργασία
malkovro < mal.kovr + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική malkovro malkovroj
αιτιατική malkovron malkovrojn

malkovro (eo)

arĥeologia malkovro
αρχαιολογική ανακάλυψη