malfirmeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malfirmeco | malfirmecoj |
αιτιατική | malfirmecon | malfirmecojn |
malfirmeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malfirmeco | malfirmecoj |
αιτιατική | malfirmecon | malfirmecojn |
malfirmeco (eo)