malfido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malfido | malfidoj |
αιτιατική | malfidon | malfidojn |
malfido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malfido | malfidoj |
αιτιατική | malfidon | malfidojn |
malfido (eo)