maldormado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maldormado | maldormadoj |
αιτιατική | maldormadon | maldormadojn |
maldormado (eo)
- το ξαγρύπνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maldormado | maldormadoj |
αιτιατική | maldormadon | maldormadojn |
maldormado (eo)