ενικός         πληθυντικός  
malard malards

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

malard (fr) αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) αρσενική πάπια
  2. (πτηνό) αγριόπαπια, πρασινοκέφαλη