malard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
malard | malards |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
malard (fr) αρσενικό
- (ιδιωματικό) αρσενική πάπια
- (πτηνό) αγριόπαπια, πρασινοκέφαλη
ενικός | πληθυντικός |
malard | malards |
malard (fr) αρσενικό