Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρασινοκέφαλη < πράσινος + κεφάλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρασινοκέφαλη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία