Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
colvert
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
colvert
<
col
+
vert
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
colvert
colverts
colvert
(fr)
αρσενικό
(
πτηνό
)
πρασινοκέφαλη
,
αγριόπαπια